-
1 τρόμπα
[тромба] ουσ. в. помпа, насос.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρόμπα
-
2 насос
-
3 помпа
тех. η αντλία, η τρόμπα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помпа
-
4 насос
насосм ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ του-λούμπα/ ἡ ὑδραντλία (водяной)/ ἡ ἀεραντλία (воздушный):пожарный \насос ἡ πυροσβεστική ἀντλία· качагь \насосом ἀντλῶ, τρομπάρω. -
5 помпа
помпа I ж (насос) ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ τουλούμπα / ἡ χειραντλία (ручная). помпа II ж ἡ μεγαλοπρέπεια. -
6 насос
-а α.αντλία, τρόμπα•воздушный αεραντλία•
всасывающий насос αναρροφητική ή απορροφητική αντλία•
поршневой насос εμβολιοφόρα αντλία•
пожарный насос πυροσβεστική αντλία•
водяной насос υδραντλία•
крыльчатый насос πτερυγοφόρα αντλία•
нагнетательный насос καταθλιπτική αντλία•
мембранный насос αντλία μεμβράνης•
цен-тробжный насос αντλία φυγοκεντρική ή κεντρόφυγα•
паровой насос ατμοκίνητη αντλία•
качать -ом αντλώ, τρομπάρω.
-
7 проливной
επ. проливной дождь καταρρακτώδης βροχή, ραγδαία βροχή•идёт проливной дождь βρέχει ραγδαία, ρίχνει, βρέχει με το τσουβάλι, με την τρόμπα, με το ασκί.
См. также в других словарях:
τρόμπα — τρόμπα, η και τρούμπα, η (λ. ιταλ.) 1. αντλία, υδραντλία: Βγάζει νερό με την τρόμπα. 2. σάλπιγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek
τρόμπα - μαρίνα — Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό (tromba marina = ναυτική σάλπιγγα). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, που αποτελείται από ένα μακρόστενο ξύλινο πυραμιδοειδή σωλήνα, μήκους περίπου 2 μ., πάνω στον οποίο είναι τεντωμένη μία και μόνη χορδή από… … Dictionary of Greek
τρόμπα μαρίνα — η (λ. ιταλ.) 1. τηλεβόας. 2. μεγάλο κοχύλι για μετάδοση ηχητικών σημάτων από τα ιστιοφόρα σε καιρό ομίχλης, μπουρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
σαξοτρόμπα — η, Ν μουσ. το σαξόφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαξο (βλ. λ. σαξόφωνο) + τρόμπα] … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
τουλούμπα — η, Ν 1. (παλ. τ.) αντλία, τρόμπα 2. ονομασία γλυκού με σιρόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulumba < ιταλ. tromba) … Dictionary of Greek
τρομπάρω — και τρουμπάρω Ν 1. αντλώ με τρόμπα 2. μτφ. αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombare «αντλώ, μεταγγίζω»] … Dictionary of Greek
τρομπέτα — και τρουμπέτα, η, Ν σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombetta, υποκορ. τού tromba (πρβλ. τρόμπα)] … Dictionary of Greek